- κρεο-
- κρεο-, representing stem of κρέας in Compds., freq. written κρεω- in codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Инкорпорирующие языки — или внедряющие (нем. einverleibend), иначе полисинтетические процесс инкорпорации свойственен, главным образом, американским языкам, но встречается также и в некоторых языках Старого Света, напр. в коларийских (см.), как санталь, коль и др. В… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ζάβορος — ζάβορος, ον (Α) αυτός που κατατρώει, που καταβροχθίζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + βορος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
ζυθοπώλης — ο (Α ζυθοπώλης) 1. πωλητής ζύθου 2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης, οινο πώλης] … Dictionary of Greek
ιχθυβόρος — ἰχθυβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
καφεκόπτης — ο ο ιδιοκτήτης τού καφεκοπτείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κόπτης (< κό πτω), πρβλ. κρεο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek
κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και … Dictionary of Greek
κρεατόκονις — η το κρεατάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρεο ) + κόνις «σκόνη»] … Dictionary of Greek
κρειοφάγος — κρειοφάγος, ον (Α) σαρκοφάγος, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο βλ. κρεο + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτο φάγος] … Dictionary of Greek
κριθοφάγος — κριθοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι («κριθοφάγοι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο φάγος, σιτο φάγος] … Dictionary of Greek
κυνοφαγώ — κυνοφαγῶ, έω (Α) τρώγω σκυλήσιο κρέας («Θρᾳκῶν ἔνιοι κυνοφαγεῑν ἱστοροῡνται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φαγώ, κρεο φαγώ] … Dictionary of Greek
λαγοδαίτης — λαγοδαίτης, ὁ (Α) (για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ* κρεο δαίτης, χρηματο δαίτης] … Dictionary of Greek